μαντέκα

μαντέκα
η
(λ. ιταλ.), αρωματική αλοιφή για τον καλλωπισμό, τη βαφή και τη στερέωση του μουστακιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαντέκα — η κηρώδης αρωματική αλοιφή για καλλωπισμό και στερέωση τών τριχών, ιδίως τού μουστακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manteca «χρίσμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”